αντίχριστος

αντίχριστος
αντίχριστος , -η, -ο
1) безбожный, нечестивый, жестокий, противный Христу;
2) ο антихрист, дьявол;
3) ο антихрист – человек беззакония
Этим.
Первоначальное значение «противостоящий Христу» < αντι- + Χριστός. Термин относится главным образом к Новому Завету, определяя какого бы то ни было противника Христа и Его роли как Мессии:

ούτος εστίν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν (1 Ιωάν. 2, 22) — Это антихрист, отвергающий Отца и Сына (1 Ин. 2, 22)

Значение «личность как воплощение зла» восходит не к Священному Писанию, а к средневековым святоотеческим текстам

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αντίχριστος" в других словарях:

  • ἀντίχριστος — Antichrist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… …   Dictionary of Greek

  • αντίχριστος — η, ο 1. αντίθετος στο Χριστό, ασεβής, άθεος: Μου πρηξε το συκώτι ο αντίχριστος. 2. ως ουσ. το αρσ., ο Αντίχριστος ο Σατανάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιχρίστοις — ἀντίχριστος Antichrist masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιχρίστου — ἀντίχριστος Antichrist masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιχρίστους — ἀντίχριστος Antichrist masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιχρίστων — ἀντίχριστος Antichrist masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιχρίστῳ — ἀντίχριστος Antichrist masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίχριστοι — ἀντίχριστος Antichrist masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίχριστον — ἀντίχριστος Antichrist masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • антихристъ — АНТИХРИСТ|Ъ (25), А с. ἀντίχριστος Противник Христа, антихрист: хс҃а же себе антихрьстъ сътвори. и оученикы прѣже. проповѣдающе посъла. с҃на оц҃ѩ перьськааго недоужьна соуща. ицѣлити обѣщавъсѩ. посемь мьртва сътвори и. (ὁ ἀντίχριστος) ΚΕ XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»